- προδοτικός
- -ή, -ό / προδοτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [προδότης]αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει ή ανήκει στον προδότη ή στην προδοσίααρχ.φρ. α) «προδοτικαὶ συνθῆκαι» — ύπουλες, επίβουλες συνθήκεςβ) «τὸ προδοτικὸν χρυσίον» — τα αργύρια τής προδοσίας, η αμοιβή τού προδότη («ἐκ τοῡ προδοτικού χρυσίου πόρνας καὶ ἰχθῡς ἠγόραζεν», Αθήν.).επίρρ...προδοτικώς ΝΜΑ και προδοτικά Νκατά τρόπο που αρμόζει σε προδότη (α. «φέρεται προδοτικά» β. «ἀπίστως καὶ προδοτικῶς», Λουκιαν.).
Dictionary of Greek. 2013.